• Phone?
  • Emailinfo@id0.gr
  • Addressonline only
  • Open Hours24 hrs
  • Phone?
  • Emailinfo@id0.gr
  • Addressonline only
  • Open Hours24 hrs
sisyphos selfie

Post like this

Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληιάδεω Ἀχιλῆος οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε, πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή·ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς. Τίς γάρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι; Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὃ γὰρ βασιλῆι χολωθεὶς
νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί, οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα Ἀτρεΐδης· ὃ γὰρ ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ’ ἀπερείσι’ ἄποινα,
στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς, Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαῶν·«Ἀτρεΐδαι τε καὶ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί,
ὑμῖν μὲν θεοὶ δοῖεν Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν, εὖ δ’ οἴκαδ’ ἱκέσθαι·παῖδα δ’ ἐμοὶ λύσαιτε φίλην, τὰ δ’ ἄποινα δέχεσθαι, ἁζόμενοι Διὸς υἱὸν ἑκηβόλον Ἀπόλλωνα.»
Ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῖσθαί θ’ ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα·ἀλλ’ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ, ἀλλὰ κακῶς ἀφίει, κρατερὸν δ’ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
«Μή σε, γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω ἢ νῦν δηθύνοντ’ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο·τὴν δ’ ἐγὼ οὐ λύσω· πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν
ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ, τηλόθι πάτρης, ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν·ἀλλ’ ἴθι μή μ’ ἐρέθιζε, σαώτερος ὥς κε νέηαι.» Ὣς ἔφατ’· ἔδεισεν δ’ ὁ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ·
βῆ δ’ ἀκέων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης·πολλὰ δ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε κιὼν ἠρᾶθ’ ὁ γεραιὸς Ἀπόλλωνι ἄνακτι, τὸν ἠύκομος τέκε Λητώ·«Κλῦθί μευ, Ἀργυρότοξ’, ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας
Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις, Σμινθεῦ, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί’ ἔκηα ταύρων ἠδ’ αἰγῶν, τὸδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ·τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν.»


Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, πίκρες που ‘δωκε στους Αχαιούς περίσσιες και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια ολούθε —έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας— απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας. Ποιος τάχα απ’ τους θεούς τους έσπρωξε να μπούνε σ’ έτοια αμάχη; Του Δία και της Λητώς τους έσπρωξεν ο γιος, που με το ρήγα ολιάζοντας κακιά εξεσήκωσεν αρρώστια και πεθαίναν στρατός πολύς· τι δε σεβάστηκεν ο γιος του Ατρέα το Χρύση, του θεού το λειτουργό· στ’ Αργίτικα γοργά καράβια είχε έρθει με λύτρα αρίφνητα, την κόρη του να ξαγοράσει πίσω, του μακροσαγιτάρη Απόλλωνα κρατώντας τα στεφάνια πα στο χρυσό ραβδί, και πρόσπεφτε μπρος στους Αργίτες όλους, ξεχωριστά στους δυο πολέμαρχους υγιούς του Ατρέα γυρνώντας: «Του Ατρέα βλαστάρια κι αποδέλοιποι καλαντρειωμένοι Αργίτες, σε σας οι θεοί που ζουν στον Όλυμπο να δώσουν να πατήστε του Πρίαμου το καστρί, με το καλό να γύρτε στην πατρίδα·λυτρώστε όμως κι εμέ την κόρη μου, την ξαγορά δεχτείτε κι ευλαβηθείτε τον Απόλλωνα το μακροσαγιτάρη.» Οι Αργίτες οι άλλοι ευτύς με μια φωνή να σεβαστούν εκράξαν το λειτουργό, και τα περίλαμπρα ν’ αποδεχτούνε δώρα·όμως του Ατρείδη του Αγαμέμνονα δεν άρεσε η βουλή τους, μόν’ τον κακόδιωχνε, και του ‘ριχνε βαριά φοβέρα ακόμα: «Το νου σου, εγώ μη σ’ έβρω, γέροντα, στα βαθουλά καράβια, για τώρα εδώ να κοντοστέκεσαι για να διαγέρνεις πάλε, μη ουδέ ραβδί κι ουδέ και στέφανα του Φοίβου σε γλιτώσουν. Δε λευτερώνω εγώ την κόρη σου, πριν μου γεράσει πρώτα στο Άργος, μακριά από την πατρίδα της, στο αρχοντικό μου μέσα, στον αργαλειό τη μέρα, ταίρι μου τη νύχτα στο κρεβάτι. Μόν’ τράβα, μη μου ανάβεις τα αίματα, γερός αν θες να φύγεις.» Είπε, κι ο γέροντας φοβήθηκε κι υπάκουσε στο λόγο·πήρε βουβός του πολυτάραχου γιαλού τον άμμον άμμο, κι ως μάκρυνε, το ρήγα Απόλλωνα, της ομορφομαλλούσας Λητώς το γιο, με θέρμη ο γέροντας ν’ ανακαλιέται επήρε: «Επάκουσέ μου, ασημοδόξαρε, που κυβερνάς τη Χρύσα και την τρισάγια Κίλλα, κι άσφαλτα την Τένεδο αφεντεύεις, Ποντικοδαίμονα, αν σου στέγασα ναό χαριτωμένο κάποτε ως τώρα εγώ, για αν σου ‘καψα παχιά μεριά ποτέ μου, γιδίσια για ταυρίσια, επάκουσε, και δώσε να πλερώσουν οι Δαναοί με τις σαγίτες σου τα δάκρυα που ‘χω χύσει!»

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.